Μια πατρίδα για τον μικρό Βασίλη !
Ο Βασίλης είναι μαθητής της τρίτης δημοτικού στον Πύργο της Ηλείας. Οι γονείς του, ο Μιχάλης και η Έλενα είναι έμποροι. Γυρίζουν όλες τις περιοχές της Ηλείας και πουλάνε την πραμάτειά τους. Υπάρχουν μέρες που φτάνουν και πιο μακριά. Στην Τρίπολη ή στη Σπάρτη.
Μέχρι εδώ, τίποτα αξιοσημείωτο δεν συμβαίνει. Αυτό που είναι διαφορετικό, όμως, είναι η ιστορία αυτής της ξεχωριστής οικογένειας. Διότι η αλήθεια είναι πως δεν μοιάζει και με πάρα πολλές η οικογένεια του Βασίλη.
Ο πατέρας του φίλου μας είναι Νιγηριανός. Ήρθε στην Ελλάδα πριν δώδεκα χρόνια και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του νομού Ηλίας. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Κι αυτή μετανάστρια. Αλλά όχι από την Νιγηρία. Ούτε καν από την Αφρική. Η όμορφη κα χαμογελαστή Έλενα ήρθε στην Ελλάδα σχεδόν την ίδια εποχή με τον μετέπειτα άνδρα της, από το κοντινό Βελιγράδι. Μια πανέμορφη Σέρβα, που παντρεύτηκε έναν έγχρωμο νεαρό, και μαζί δώσανε όρκους αιώνιας αγάπης. Κι η αγάπη αυτή καρποφόρησε, φέρνοντας στη ζωή τον μικρό Βασίλη.
Τους συνάντησα στον Πύργο, οπού μιλούσαμε σε ημερίδα για θέματα μετανάστευσης. Εκεί γύρω οι μετανάστες είναι πολλοί και από πολλές χώρες. Κυρίως απασχολούνται ως αγρότες γης. Εξάλλου η Μανωλάδα δυο βήματα είναι από την πόλη. Εκεί που, τη χρονιά που πέρασε, οι μετανάστες ήρθαν στην επικαιρότητα με τραγικό τρόπο. Την μάθαμε όλοι από τις φράουλες της οργής. Από τις απάνθρωπες και σχεδόν δουλικές συνθήκες εργασίας των μεταναστών.
Εκείνος που μου τράβηξε εξαρχής την προσοχή ήταν ο Βασίλης. Όταν μιλούσαμε στο Δημαρχιακό Μέγαρο, ήταν στην αίθουσα μαζί με άλλα παιδιά μεταναστών και τους γονείς τους. Μια από τις λίγες περιπτώσεις που οι μετανάστες είναι παρόντες όταν μιλάνε γι’ αυτούς. Και μάλιστα με τα παιδιά τους. Σπάνιο αλλά και ενθαρρυντικό γεγονός.
Οι διοργανωτές μεταξύ άλλων είχαν πρωτοτυπήσει και σε κάτι που τράβηξε την προσοχή μας. Αντί για το συνηθισμένο βραδινό δείπνο με έτοιμα φαγητά από κάποιο catering, που σε τέτοιες περιπτώσεις είναι και το συνηθέστερο, είχαν καλέσει τους μετανάστες, απ’ όλες τις κοινότητες που ζουν στην περιοχή, να μαγειρέψουν με τον παραδοσιακό τρόπο της πατρίδας τους και να φέρουν τα φαγητά τους σε έναν ιδιόμορφο διαγωνισμό γαστρονομίας. Μια αξιέπαινη πρωτοβουλία συνύπαρξης και ανταλλαγής κουλτούρας . Ένας άμεσος τρόπος γνωριμίας με τις συνήθειες των συνανθρώπων.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, την ώρα που δοκιμάζαμε τα εδέσματα από διάφορες χώρες, ο μικρός Βασίλης, αφού με είχε ακούσει στην αίθουσα να μιλάω και να αναφέρομαι στη μεταναστευτική καταγωγή μου, με πλησίασε χωρίς αναστολές, με περίσσιο θάρρος για την ηλικία του και μου συστήθηκε.
- Κύριε, εσείς που μένετε στην Αθήνα και ξέρετε περισσότερα πράγματα από μας εδώ(!), μήπως μπορείτε να πείτε στους γονείς μου πώς θα βγάλουν και για μένα χαρτιά;
Η σπιρτάδα στα μάτια του, η σβελτάδα και τα τέλεια ελληνικά του, ο τρόπος που με προσέγγισε, η κοινή μας αγωνία για “εκείνα τα χαρτιά”, δεν μπορούσαν παρά να με κάνουν να παρατήσω για λίγο στην άκρη την απόλαυση των σέρβικων φαγητών που η μητέρα του Βασίλη, όπως έμαθα αργότερα, είχε φτιάξει και να καθίσω να τον ακούσω.
Του πρότεινα με τη σειρά μου να μου γνωρίσει τους γονείς του και να συζητήσουμε. Για να είμαι ειλικρινής, όταν απευθύνθηκε στην κατάξανθη Σέρβα και τη φώναξε μαμά, αστραπιαία σκέφτηκα πως ο μικρός μου φίλος είναι υιοθετημένο παιδί. Δεν είμαστε και τόσο συνηθισμένοι (ακόμα) στα μέρη μας σε τέτοια μείξη χρωμάτων. Η μητέρα του πίσω από τον πάγκο με τα φαγητά και δίπλα στο τραπέζι με φαγητά από την Αλβανία, μου συστήθηκε σε σχεδόν άπταιστα ελληνικά κι αφού με κάλεσε να δοκιμάσω ένα υπέροχο σέρβικο ρακί, μου διηγήθηκε την ιστορία της οικογένειάς τους. Χωρίς σημάδια κακομοιριάς ή απολογίας.
- Εγώ ήρθα από την αρχή στον Πύργο, διότι εδώ καθόταν μια φίλη της οικογένειας. Παντρεμένη με Έλληνα εκείνη. Στην αρχή δούλευα σε διάφορα σπίτια που με είχε συστήσει η φίλη μας. Αφού πέρασε ένα διάστημα και έμαθα και τα ελληνικά (παρεμπιπτόντως, δεν ξέρω πώς γίνεται αλλά όσους Σέρβους έχω γνωρίσει, έχουν μια απίστευτη ικανότητα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας), βγήκα να ψάξω δειλά-δειλά για άλλες δουλειές. Λίγο πιο ανεξάρτητες. Νέα κοπέλα ήμουν, εξάλλου. Δεν σου κρύβω πως σκεφτόμουν και την οικογένεια. Έξω, στην πόλη, γνώρισα και τον Μιχάλη, τον σημερινό μου άνδρα.
Ο Μιχάλης είναι από τη πόλη ή από κάποιο χωριό εδώ δίπλα; δεν άντεξα να μην τη ρωτήσω. Πιο πολύ να επιβεβαιωθώ πως ο Βασίλης ήταν υιοθετημένο παιδί.
- Όχι, καλέ μου, μου απάντησε χαμογελώντας η Έλενα. Ο Μιχάλης είναι Νιγηριανός. Είναι κι αυτός μετανάστης σαν και μένα. Όλοι δηλαδή σαν οικογένεια είμαστε μετανάστες, αστειεύτηκε.
Θα εντόπισε μια γκριμάτσα αιφνιδιασμού στο πρόσωπό μου, γι’ αυτό και συμπλήρωσε: Ξέρω ότι δεν είναι και το πιο συνηθισμένο, αλλά ποτέ στη ζωή μας δεν ξέρουμε τι θα βρούμε μπροστά μας. Ούτε κι εγώ είχα σκεφτεί πως θα παντρευτώ έγχρωμο άνδρα. Όταν τον γνώρισα, όμως, ήταν από εκείνες τις στιγμές που λες: Εδώ είμαστε! Τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει να μην τον παντρευτώ τον Μιχάλη.
Είχε ανάγκη να μου μιλήσει, αλλά και εγώ να την ακούσω. Ο Βασίλης άκουγε κι εκείνος με προσοχή, θαρρείς πως πρώτη φορά άκουγε τη μητέρα του να διηγείται το γάμο της με τον πατέρα του. Μπορεί και να ήταν η πρώτη φορά που τα έλεγε σε έναν άγνωστο. Το μόνο κοινό μας ήταν η μετανάστευση. Η ξενιτιά. Συζητούσε μια Σέρβα με έναν Αλβανό. Θα μπορούσε να ήταν ακατόρθωτο, έχοντας υπόψη πως ακόμα δεν έχουν επουλωθεί οι πληγές του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας των θερμοκέφαλων της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Συνεχίσαμε να μιλάμε για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν με τα χαρτιά και τη γραφειοκρατία. Ήρθε κοντά κι ο Μιχάλης, που μόλις έφτασε από τη δουλειά. Αφού φίλησε τον Βασίλη και την Έλενα, μου συστήθηκε σε άψογα ελληνικά και αμέσως έκανε ένα μικρό παράπονο στους διοργανωτές διότι θα ήθελε κι εκείνος να είχε μαγειρέψει φαγητά της πατρίδας του.
-Εδώ, μου είπε, δεν κάλεσαν οικογένειες να μαγειρεύουν, αλλά εθνότητες. Κι εγώ θα μπορούσα να κάνω κάτι από την πατρίδα μου. Αλλά αυτό είναι το τελευταίο φίλε, συνέχισε. Θα σου είπε η σύζυγος το πρόβλημα με τον Βασίλη. Δεν είναι ούτε Νιγηριανός ούτε Σέρβος ούτε Έλληνας. Εγώ δεν μπορώ να πάω στη Νιγηρία, διότι, εκτός το ότι δεν έχω ποτέ στην ώρα μου την άδεια παραμονής, η απόσταση είναι τεράστια και τα έξοδα αβάσταχτα. Στη Σερβία δεν μπορούμε, διότι δεν είμαι υπήκοος Σερβίας. Ενώ στην Ελλάδα, ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα. Οπότε ο μικρός, ενώ γεννήθηκε και μεγαλώνει στην Ελλάδα, δεν μπορεί να τη λέει πατρίδα. Αν κι αυτός πατρίδα την έχει, αλλά αυτή η πατρίδα, δεν τα βλέπει όλα τα παιδιά σαν τα δικά της.
Δεν μπορούσα να διαφωνήσω. Σαν τον Βασίλη είναι εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά στην επικράτεια που η πολιτεία δεν νοιάζεται γι’ αυτά. Δεν θεωρεί πως είναι παιδιά της. Όταν αυτά, τη μόνη πατρίδα που γνωρίζουν είναι η Ελλάδα.
Κυριακάτικη Αυγή,8/02/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου